- ἑτερος
- 3 другой, один из двух;
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἕτερος — D Mort. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
θάτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὕτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg ὄτερος , ὄτερος yatarás masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέρω — ἕτερος D Mort. masc/neut nom/voc/acc dual ἕτερος D Mort. masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέρων — ἕτερος D Mort. fem gen pl ἕτερος D Mort. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέρως — ἕτερος D Mort. adverbial ἕτερος D Mort. masc acc pl (doric) ἑτέρως D Mort. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτερον — ἕτερος D Mort. masc acc sg ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερέων — ἕτερος D Mort. masc/fem gen pl (epic ionic) ἑτερέω to suffer in half the brain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέραις — ἕτερος D Mort. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέραισι — ἕτερος D Mort. fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)